Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Ήταν ο Ανανίας και η Σαπφείρα πιστοί;

Ήταν ο Ανανίας και η Σαπφείρα που κρίθηκαν από το Θεό για την κραυγαλέα αμαρτία τους, πιστοί; Υπάρχει η άποψη ότι δεν ήταν, γιατί πράξεις σαν αυτή δεν συμβαίνουν ανάμεσα σε πιστούς του Ιησού, σ’ αυτούς που βρίσκονται υπό χάρη, δεδομένου ότι ο Κύριος έχει ήδη πάρει την κρίση μας στο σταυρό. Είναι αλήθεια αυτό;
Στην πραγματικότητα, το κείμενο δεν μας λέει ρητά αν ήταν πιστοί ή όχι, αλλά χωρίς αμφιβολία, αυτή η αναφορά έχει καταγραφεί σαν ένα μάθημα για όλους μας, και η Καινή Διαθήκη καθιστά πολύ σαφές ότι ο Κύριος μερικές φορές κρίνει τους αγορασμένους με το αίμα Του πιστούς που επιδίδονται σε κραυγαλέες αμαρτίες.

Είμαστε πρόθυμοι να δεχτούμε τη μαρτυρία του λόγου του Θεού;
Για να είμαι σαφής, πουθενά στις Πράξ.ε δεν λέει ότι ο Ανανίας και η Σαπφείρα δεν ήταν πιστοί. Λέει μόνο ότι συνωμότησαν για να παραπλανήσουν.
Αυτό που ξέρουμε είναι ότι το αποτέλεσμα της κρίσης που ήρθε σ’ αυτό το ζευγάρι ήταν ότι, «επέπεσε φόβος μέγας εφ' όλην την εκκλησίαν και επί πάντας τους ακούοντας ταύτα» (Πράξ.ε:11). Μεγάλος φόβος!
Αν μ’ αυτό τον τρόπο ο Θεός ήθελε να προστατέψει την εκκλησία Του από το να εξαπατηθεί απ’ αυτό το άπιστο ζευγάρι - όπως ισχυρίζονται, και το βρίσκουν «πολύ παρηγορητικό» - στη συνέχεια γιατί «φόβος μέγας» επέπεσε  «εφ' όλην την εκκλησίαν»;
Ας υποθέσουμε ότι ο Ανανίας και η Σαπφείρα δεν ήταν αληθινοί πιστοί. Ακόμα κι έτσι, η εκκλησία το είδε αυτό σαν παράδειγμα της αγιότητας του Θεού και της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, που είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλος φόβος να έρθει πάνω στους πιστούς (σε αντίθεση με τη «μεγάλη παρηγοριά»).
Τι γίνεται όμως μ’ αυτή τη διδασκαλία, ότι δηλαδή «ακόμη κι όταν αμαρτάνεις, δεν κρίνεσαι πια» επειδή ο Ιησούς πήρε την κρίση μας στο σταυρό;
Στην πραγματικότητα, ο λόγος του Θεού λέει ότι «Δεν είναι τώρα λοιπόν ουδεμία κατάκρισις» - εννοώντας τελεσίδικη απόφαση, καταδίκη - για εκείνους που είναι εν Χριστώ Ιησού (Ρωμ.η:1), μ’ αυτή την έννοια, αναμφίβολα, ο Ιησούς πήρε την κρίση μας στο σταυρό. Εν Αυτώ, ποτέ δεν θα είμαστε καταδικασμένοι, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να διακηρύξουμε. Δόξα στο Θεό γι’ αυτό!
Αλλά η Καινή Διαθήκη αναφέρει ξεκάθαρα ότι ο Θεός κρίνει το λαό Του, που σημαίνει ότι τον  πειθαρχεί και τον διορθώνει με αγάπη και μερικές φορές αυστηρά. Και ενώ αυτό είναι θαυμαστή αλήθεια, ότι οι αμαρτίες μας συγχωρούνται στον Ιησού, μπορεί να υπάρξουν ακόμη συνέπειες των αμαρτιών μας σ’ αυτή τη ζωή. Ένας αλκοολικός που έχει συγχωρεθεί για το αλκοόλ που κατανάλωνε για χρόνια, μπορεί να εμφανίσει κίρρωση του ήπατος.
Ο Παύλος αναφέρεται στο θέμα της θείας πειθαρχίας στην Α’ Κορ.ια, όπου επιπλήττει τους πιστούς εκεί λόγω των καταχρήσεων στις αγάπες τους όπου συμμετείχαν στο δείπνο του Κυρίου. Κάποιοι μεθούσαν με κρασί, ενώ άλλοι έτρωγαν μπροστά σε άλλους που δεν είχαν να φάνε, εμπαίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο το δείπνο του Κυρίου.
Έγραψε, «Ώστε όστις τρώγη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος θέλει είσθαι του σώματος και αίματος του Κυρίου. Ας δοκιμάζη δε εαυτόν ο άνθρωπος, και ούτως ας τρώγη εκ του άρτου και ας πίνη εκ του ποτηρίου· διότι ο τρώγων και πίνων αναξίως τρώγει και πίνει κατάκρισιν εις εαυτόν, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. Διά τούτο υπάρχουσι μεταξύ σας πολλοί ασθενείς και άρρωστοι, και αποθνήσκουσιν ικανοί. Διότι εάν διεκρίνομεν εαυτούς, δεν ηθέλομεν κρίνεσθαι· αλλ' όταν κρινώμεθα, παιδευόμεθα υπό του Κυρίου, διά να μη κατακριθώμεν μετά του κόσμου» (Α’ Κορ.ια:27-32).
Κάποιοι δάσκαλοι της «σούπερ-χάρης» υποστηρίζουν σθεναρά ότι ήταν άπιστοι αυτοί στην Κόρινθο που αρρώστησαν ή πέθαναν όταν συμμετείχαν ανάξια στο δείπνο του Κυρίου.
Αλλά συνολικά το κείμενο της Α’ Κορινθίους κάνει αδύνατη μια τέτοια ερμηνεία, δεδομένου ότι ο Παύλος γράφει στην εκκλησία στην Κόρινθο, «στους ηγιασμένους εν Χριστώ Ιησού» (Α’ Κορ.α:2), και κάθε φορά που λέει «εσείς» ή «εμείς» ή «εμάς» αναφέρεται σε πιστούς, συχνά σε αντίθεση με τους αμαρτωλούς (Α’ Κορ.ε:9-10, ς:1-6, ιδ:23-26).
Τα συμφραζόμενα της Α’ Κορ.ια:27-32, καθιστούν σαφές ότι ο Παύλος μιλάει για πιστούς, όταν λέει "Διά τούτο υπάρχουσι μεταξύ σας πολλοί ασθενείς και άρρωστοι, και αποθνήσκουσιν ικανοί" μιλώντας για την ανάγκη να κρίνουμε τους εαυτούς μας, έτσι ώστε να μην κριθούμε από τον Κύριο, και δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι όταν μας πειθαρχεί, αυτό γίνεται «διά να μη κατακριθώμεν μετά του κόσμου». (Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός μας αρρωσταίνει, η ασθένεια και ο θάνατος ήταν απόδειξη ότι κάτι ήταν πολύ λάθος, επισύροντας θεία πειθαρχία).
Αλλά αυτά δεν είναι ενέργειες ενός θυμωμένου, μοχθηρού, φιλοκατήγορου, Θεού. Είναι οι ενέργειες ενός συμπονετικού και Άγιου Πατέρα που μας αγαπάει περισσότερο από ό, τι μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε και ο οποίος όταν ενεργεί έτσι υποκινείται πάντοτε από αγάπη. Θέλει να μας διδάξει και να μας προφυλάξει από αυτοκαταστροφή, από ζημιά που μπορεί να προκαλέσουμε σε άλλους αλλά και από το να φέρουμε μομφή στο όνομά Του.
Αυτό πρέπει να μας κάνει να βαδίζουμε με άγιο φόβο – δηλαδή με ευλάβεια και δέος – ενώπιόν Του, όπως έγραψε ο Πέτρος, α:17-19 «Και εάν επικαλήσθε Πατέρα τον κρίνοντα απροσωπολήπτως κατά το έργον εκάστου, διάγετε μετά φόβου τον καιρόν της παροικίας σας, εξεύροντες ότι δεν ελυτρώθητε από της ματαίας πατροπαραδότου διαγωγής υμών διά φθαρτών, αργυρίου ή χρυσίου, αλλά διά του τιμίου αίματος του Χριστού, ως αμνού αμώμου και ασπίλου».
Ο Πέτρος έγραψε ακόμα, Α’ Πέτρ.δ:17 «Διότι έφθασεν ο καιρός του να αρχίση η κρίσις από του οίκου του Θεού· και αν αρχίζη πρώτον αφ' ημών, τι θέλει είσθαι το τέλος των απειθούντων εις το ευαγγέλιον του Θεού;».
Ο Παύλος διδάσκει στην Α' Κορ.ι:1-12, ότι οι κρίσεις που ο Θεός έφερε στους Ισραηλίτες όταν ήταν στην έρημο, γράφτηκαν προς όφελός μας, έτσι ώστε να μην ακολουθήσουμε τα βήματά τους. Ας δούμε ένα μέρος:
(ι:7-12) «Μηδέ γίνεσθε ειδωλολάτραι, καθώς τινές εξ αυτών, ως είναι γεγραμμένον· Εκάθησεν ο λαός διά να φάγη και να πίη, και εσηκώθησαν να παίζωσι. Μηδέ ας πορνεύωμεν, καθώς τινές αυτών επόρνευσαν και έπεσον εν μιά ημέρα εικοσιτρείς χιλιάδες. Μηδέ ας πειράζωμεν τον Χριστόν, καθώς και τινές αυτών επείρασαν και απωλέσθησαν υπό των όφεων. Μηδέ γογγύζετε, καθώς και τινές αυτών εγόγγυσαν, και απωλέσθησαν υπό του εξολοθρευτού. Ταύτα δε πάντα εγίνοντο εις εκείνους παραδείγματα, και εγράφησαν προς νουθεσίαν ημών, εις τους οποίους τα τέλη των αιώνων έφθασαν. Ώστε ο νομίζων ότι ίσταται ας βλέπη μη πέση».
Γιατί να δώσει αυτές τις προειδοποιήσεις, αν δεν θα μπορούσαμε ενδεχομένως να κριθούμε (και πάλι, δεν εννοώ να καταδικαστούμε) ή να διορθωθούμε από τον Κύριο; Και γιατί ο Παύλος λέει ξανά και ξανά, «μην κάνετε αυτό και μην κάνετε το άλλο» αν, όπως συνήθως διδάσκεται από κάποιους, ο τρόπος της Καινής Διαθήκης να αποτρέψεις τους πιστούς να αμαρτάνουν είναι να μιλάς μόνο για την καλοσύνη του Θεού, δεδομένου ότι μόνο η καλοσύνη Του μας οδηγεί σε μετάνοια;
Το γεγονός είναι ότι, όπως ο φόβος του Κυρίου έπεσε στον Ισραήλ όταν ο Ναδάβ και ο Αβιούδ κρίθηκαν στο Λευιτ.ι (διαβάστε και τα προηγούμενα κεφάλαια), ο φόβος του Κυρίου κατέλαβε την πρώτη εκκλησία όταν ο Ανανία και η Σαπφείρα κρίθηκαν στις Πράξ.ε. Αυτό μας διδάσκει ένα σημαντικό μάθημα για την αγιότητα του Θεού, ένα μάθημα για την άγια ευθύνη να υπηρετούμε ενώπιον Αυτού (Λευιτ.ι:3).
Αυτός είναι ο λόγος που η Εβρ.ιβ κλείνει με αυτή την παραίνεση για μας, τα παιδιά της Καινής Διαθήκης, για όσους δεν έχουν προσέλθει στο όρος Σινά αλλά στην ουράνια Ιερουσαλήμ: (ιβ:25-29) «Προσέχετε μη καταφρονήσητε τον λαλούντα. Διότι αν εκείνοι δεν απέφυγον, καταφρονήσαντες τον λαλούντα προς αυτούς επί της γης, πολλώ μάλλον ημείς εάν αποστραφώμεν τον λαλούντα από των ουρανών· του οποίου η φωνή την γην εσάλευσε τότε, τώρα δε υπεσχέθη, λέγων· Έτι άπαξ εγώ σείω ουχί μόνον την γην, αλλά και τον ουρανόν. Το δε έτι άπαξ δηλοί των σαλευομένων την μετάθεσιν ως χειροποιήτων, διά να μείνωσι τα μη σαλευόμενα. Διά τούτο παραλαμβάνοντες βασιλείαν ασάλευτον, ας κρατώμεν την χάριν, διά της οποίας να λατρεύωμεν ευαρέστως τον Θεόν με σέβας και ευλάβειαν. Διότι ο Θεός ημών είναι πυρ καταναλίσκον».
Κι αυτό είναι μέρος του μηνύματος της χάρης της Καινής Διαθήκης.
Θα το δεχτούμε, ή θα το στρίψουμε για να ταιριάξει μ’ αυτό που ήδη πιστεύουμε;
Σας παρακαλώ εξετάστε αυτό το θέμα με σοβαρότητα και προσευχή ενώπιον του Κυρίου. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αστειευόμαστε σχετικά με αυτές τις άγιες αλήθειες.