Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Οι παραδόσεις (12)



ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

Η χρησιμοποίηση κεριών και λαμπάδων σαν απαραίτητο στοιχείο της λατρείας. Η παράδοση αυτή δεν είναι αποστολική, έχει ειδωλολατρική προέλευση και είναι αντίθετη με το θέλημα του Θεού, που ζητά πνευματική λατρεία από τους πιστούς. Οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων δε χρησιμοποιούσαν κεριά και λαμπάδες στη λατρεία και στην Εκκλησία. Όταν μάλιστα μερικοί θέλησαν να εισαγάγουν αυτή την παράδοση στην Εκκλησία κατά τον 4ο αιώνα μετά Χριστό, πιστοί και άγιοι άνδρες αντιστάθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Μάλιστα ο Λακτάντιος, διάσημος απολογητής του Χριστιανισμού και δάσκαλος του υιού του Μ. Κωνσταντίνου (260-340 μ.Χ.) στα συγγράμματά του (Inst. Div.), ερωτά εκείνους που ζητούσαν να φέρουν τα κεριά μέσα στην Εκκλησία με τα εξής λόγια: “Πως θα τολμούσαν τότε να προσφέρουν ευτελή κεριά σε Κείνον που έπλασε τον ήλιο και τα άστρα, όπως κάνουν οι ειδωλολάτρες στους θεούς τους, οι οποίοι επειδή είναι θεοί του σκότους έχουν ανάγκη από κεριά για να βλέπουν”. Οι πρώτοι χριστιανοί άναβαν λαμπάδες μόνο για το φωτισμό του χώρου της εκκλησίας τη νύχτα, επειδή δεν υπήρχε τότε ηλεκτρικό ρεύμα. Ποτέ δεν τις χρησιμοποιούσαν σαν έκφραση ή μέσο λατρείας του Θεού. Ειδωλολατρικό έθιμο είναι επίσης και το άναμμα του καντηλιού μπροστά στις εικόνες.

Το θυμίαμα. Μαζί με όλα τα άλλα ειδωλολατρικά έθιμα μετά τον 4ο αιώνα μπήκε στην Εκκλησία και το έθιμο του θυμιάματος. Αυτό έγινε πιο εύκολα δεκτό, γιατί υπήρχε σαν μέρος της λατρείας του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη συνδεδεμένο με το Ναό και την καθημερινή προσευχή του ιερέα. Έτσι επικράτησε και δικαιολογείται μέχρι σήμερα. Όμως, η συνήθεια του θυμιάματος, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ήταν ένας τύπος που εκπληρώθηκε με την έλευση του Χριστού στην Καινή Διαθήκη και έτσι καταργήθηκε, όπως και όλοι οι άλλοι τύποι του εβραϊκού Νόμου. Το θυμίαμα συμβόλιζε τις προσευχές των αγίων της Καινής Διαθήκης που είναι όλοι οι αναγεννημένοι Χριστιανοί. Όταν ήρθε ο Χριστός και ιδρύθηκε η Χριστιανική Εκκλησία, τότε έπαυσε το θυμίαμα και αντί αυτού στο Θεό ανέβαιναν και συνεχώς μέχρι σήμερα ανεβαίνουν, οι προσευχές των πιστών τέκνων του Θεού. Αυτές είναι το πνευματικό θυμίαμα που ζητάει ο Θεός (Αποκάλυψη ε:8). Παρόλα όμως αυτά, ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός εξέφρασε την απέχθειά του για το θυμίαμα, όταν επικράτησε να προσφέρεται για τον τύπο και μόνο, από ανθρώπους που ήσαν ασεβείς και δε ζούσαν σύμφωνα με το θέλημά Του. Στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα στο κεφ. α:13-14 ο Θεός λέει: “Μη φέρετε πλέον ματαίας προσφοράς το θυμίαμα είναι βδέλυγμα εις εμέ τας νεομηνίας και τα σάββατα, την συγκάλεσιν των συνάξεων, δεν δύναμαι να υποφέρω ανομίαν και πανηγυρική σύναξιν. Τας νεομηνίας και τας διατεταγμένας εορτάς σας μισεί η ψυχή μου είναι φορτίον εις εμέ, εβαρύνθην να υποφέρω”.

Η λιτανεία των εικόνων. Οι εικόνες και η λιτανεία των εικόνων που γίνεται με ειδική πομπή στους δρόμους δεν είναι αποστολική παράδοση. Είναι έθιμο ειδωλολατρικό που υπάρχει ακόμη και σήμερα σε πολλές ειδωλολατρικές χώρες.

Ο γενικός αγιασμός των υδάτων και το ρίξιμο του σταυρού στη θάλασσα. Η συνήθεια αυτή δεν είναι αποστολική και δεν συμβαδίζει με τον πνευματικό χαρακτήρα της Χριστιανικής λατρείας. Τον απαντούμε τον 4ο αιώνα μ.Χ. Δεν έχει κανένα πρακτικό όφελος ή λογική αιτία που γίνεται. Το νερό είναι νερό, πάντα το ίδιο, και δεν επιδράει πάνω του τίποτα, ούτε χρειάζεται αγιασμό. Αγιασμό χρειάζονται οι άνθρωποι. Αυτοί πρέπει να δεχτούν το Χριστό και να καθαριστεί η ζωή τους από την αμαρτία (Εβραίους ιβ:14, Α’ Θεσσαλ. δ:3-7).

Τα πανηγύρια. Εμφανίστηκαν τον 6ο αιώνα μ.Χ. (Στεφανίδης σελ. 465). Παρ’ όλο που είναι ευχάριστα στο φυσικό άνθρωπο, η παράδοση αυτή δεν είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, γιατί ο χώρος που θα πρέπει να είναι αφιερωμένος στην προσευχή, γίνεται τόπος εμπορίου, πράγμα που καταδίκασε ο Χριστός (Ματθ.κα:12-13). Επίσης, η ατμόσφαιρα που δημιουργείται με την ολονύκτια διασκέδαση, τους χορούς και το πιοτό, δεν ταιριάζει καθόλου με την πνευματική ζωή των Χριστιανών και γίνεται αιτία βλασφημίας, μέθης, διαπληκτισμών και ευκαιρία λύσεων διαφορών μεταξύ συγχωριανών που φθάνει μέχρι και στα μαχαιρώματα.

Το ψάλσιμο των αναγνωσμάτων του Ευαγγελίου και των προσευχών. Η συνήθεια αυτή δεν είναι αποστολική. Τότε οι υπεύθυνοι της Εκκλησίας διάβαζαν καθαρά το λόγο του Θεού και τον εξηγούσαν για να τον κατανοούν οι πιστοί. Είναι παράδοση που μπήκε στην Εκκλησία τον 6ο αιώνα μ.Χ. (Στεφανίδης σελ. 309). Εμποδίζει τους απλούς ανθρώπους να καταλάβουν το λόγο του Κυρίου.

Ο Μοναχικός βίος- τα Μοναστήρια. Το θέλημα του Θεού είναι, ο πιστός να ζει μέσα στον κόσμο, για να τον βοηθήσει με το πνευματικό φως που έχει. Εκεί του δίνεται η ευκαιρία να ζει για το Θεό, να μαρτυρεί για τη χάρη Του και να βοηθά τους συνανθρώπους του να βρουν το δρόμο της σωτηρίας. Ματθ. ε:14,16 “Σεις είσθε το φως του κόσμου. Πόλις κειμένη επάνω όρους δεν δύναται να κρυφθή. Ούτως ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, διά να ίδωσι τα καλά σας έργα, και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς”. Ιωαν.ιζ:15 “Δεν παρακαλώ να σηκώσης αυτούς εκ του κόσμου, αλλά να φυλάξης αυτούς εκ του πονηρού”.
Αντίθετα με το θέλημα του Θεού, από τον 3ο αιώνα, μερικοί αποσύρθηκαν σε έρημους τόπους με σκοπό να ζήσουν μακριά από τους πειρασμούς της κοινωνίας. Από τους πρώτους μοναχούς είναι ο Μέγας Αντώνιος που ασκήτεψε στην Αίγυπτο γύρω στα 285 μ.Χ. Από το Μέγα Κωνσταντίνο και μετά, ο μοναχικός βίος πήρε μεγάλες διαστάσεις, οπότε σχηματίστηκαν τα Μοναστήρια.
Τα Μοναστήρια είχαν μεγάλη δύναμη πάνω στο λαό τους χρόνους του Βυζαντίου. Αντιδρούσαν συστηματικά σε κάθε προσπάθεια εξυγίανσης της Εκκλησίας και είναι υπεύθυνα για τη διατήρηση της εικονολατρίας και τυπολατρίας. Απορροφούσαν πολύ ανθρώπινο δυναμικό με αποτέλεσμα να εξασθενήσει ακόμη και η αμυντική ικανότητα του Βυζαντίου. Το γεγονός ότι έγιναν κέντρα διαφύλαξης ιερών κειμηλίων μεγάλης ιστορικής αξίας, καθόλου δε δικαιολογεί την ύπαρξή τους. Σήμερα, ενώ μπορεί να έχουν κάποια ιστορική αξία και να δικαιολογείται κάπως η διατήρησή τους, δεν παύουν σαν θεσμός να είναι κάτι τελείως έξω από το θέλημα του Θεού.
Ο κύριος λόγος που πολλοί σήμερα γίνονται μοναχοί είναι για να σώσουν την ψυχή τους. Η ψυχή όμως δε σώζεται με τον τρόπο αυτό. Είναι τρόπος τελείως λανθασμένος που δε σώζει κανένα. Οι ίδιοι οι μοναχοί ομολογούν ότι δεν έχουν σωτηρία, αλλά προσπαθούν και κάνουν ότι μπορούν ίσως και τους τη χαρίσει ο Θεός.
Ο λόγος του Κυρίου αντίθετα διακηρύττει, ότι η σωτηρία δίδεται σαν δώρο από το Θεό, σε κάθε ένα που αφήνει την αμαρτία και δέχεται το Χριστό Κύριο και Σωτήρα του. Δεν είναι με δικές μας προσπάθειες, αλλά κατά χάρη, δια πίστεως Ιησού Χριστού. Διάβασε: Ρωμ.γ:21-28, Εφ. β:8-10, Τίτος γ:3-6.
Τα καλά μας έργα και η ευσεβής ζωή μας δεν μας χαρίζουν σωτηρία. Τη σωτηρία τη χαρίζει ο Θεός σαν δώρο σ’ όποιον μετανοεί και πιστεύει στο Σωτήρα. Μετά ο πιστός, για να αποδειχθεί αντάξιος της ευεργεσίας του Θεού και για να Τον ευχαριστήσει, κάνει το θέλημά Του και ζει σύμφωνα με το λόγο Του. Τα καλά έργα του πιστού δείχνουν ότι είναι γνήσιο τέκνο του Θεού και ότι έχει ενεργήσει ο Θεός σωτηρία στη ζωή του.